όχι αυτόφωρο στα φορολογικά

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 34.279/2012

Η γενομένη δεκτή εισαγγελική πρόταση έχει ως εξής:
Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της δέκατης παραγράφου του άρθρου 21 Ν 2523/1997, όπως αυτό προστέθηκε με την παρ. 2 στοιχ. ιγ΄ άρθρου 3 Ν 3943/2011, ΦΕΚ Α΄ 66/31.3.2011 «Στα αδικήματα του παρόντος νόμου, χρόνος τέλεσης είναι το χρονικό διάστημα από την ημέρα κατά την οποία για πρώτη φορά όφειλε να ενεργήσει ο υπαίτιος μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής». Αξιολογώντας ειδικότερα την ως άνω νεοπαγή ρύθμιση, οφείλουμε να παρατηρήσουμε τα εξής:
(i) Αν εμμείνουμε στη διατύπωση του νόμου (: «στα αδικήματα του παρόντος νόμου»), ρυθμίζεται ο χρόνος τέλεσης όλων των αδικημάτων του Ν 2523/1997. Παρ’ όλα αυτά στην ίδια διάταξη, γίνεται λόγος για χρονικό διάστημα κατά το οποίο «όφειλε να ενεργήσει ο υπαίτιος»· τούτο, ενδεχομένως, υποδηλώνει πως καταλαμβάνονται μόνο τα γνήσια εγκλήματα παράλειψης του Ν 2523/1997 (: αφού μόνο σ’ αυτά όφειλε να ενεργήσει ο υπαίτιος και, παρ’ όλα αυτά δεν ενήργησε). Το ζήτημα φαίνεται ότι περιπλέκεται περισσότερο αν αναχθούμε στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν 3943/2011. Σ’ αυτή ορίζεται ότι «θεσπίζονται ως διαρκή και, επομένως, ως συνεχή αυτόφωρα, τα αδικήματα: α) (…), β) της φοροδιαφυγής με την παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος και γ) της φοροδιαφυγής για μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και λοιπών παρακρατούμενων φόρων, τελών ή εισφορών, με χρόνο τέλεσης αυτών το χρονικό διάστημα από την ημέρα κατά την οποία για πρώτη φορά όφειλε να ενεργήσει ο υπαίτιος μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης παραγραφής». Είναι περισσότερο από προφανές ότι στο κείμενό της περιγράφονται ως διαρκή, και αδικήματα ενεργείας (: όπως λ.χ. εκείνο της υποβολής ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος), και όχι παράλειψης. Αντίστοιχα, δεν προβλέπονται ως διαρκή, αδικήματα γνήσιας παράλειψης, όπως λ.χ. εκείνο της μη έκδοσης φορολογικών στοιχείων [Αξιολογώντας αυτή την αντινομία, ο Γ. Δημήτραινας (βλ. του ίδιου, Εγκλήματα φοροδιαφυγής, 2011, σελ. 292) παρατηρεί πως «από την αιτιολογική έκθεση προκύπτει (...) με σαφήνεια ότι η νομοθετική βούληση ήταν να εξαιρούνται από τη ρυθμιστική εμβέλεια της συγκεκριμένης πρόβλεψης οι περιπτώσεις έκδοσης πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή νόθευσης φορολογικών στοιχείων, καθώς επίσης και οι περιπτώσεις μη έκδοσης ή ανακριβούς έκδοσης φορολογικών στοιχείων. Κατά τα λοιπά είναι εξίσου φανερό (...) ο νομοθέτης δεν μπορεί να διακρίνει την πράξη από την παράλειψη στο Ποινικό Δίκαιο»].
Έχοντας κατά νου τα ανωτέρω, το ερώτημα που ανακύπτει είναι το εξής: Τι υπερισχύει, το κείμενο του νόμου ή εκείνο της Αιτιολογικής Έκθεσης; Και αν υπερισχύει το κείμενο του νόμου, με δεδομένη την αντιφατικότητά του, περιλαμβάνονται και τα εγκλήματα ενεργείας; Απαντώντας ο Γ. Δημήτραινας (βλ. ό.π., σελ. 29), υποστηρίζει ότι η διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 εδ. α΄ Ν 2523/1997 αφορά μόνο τα γνήσια εγκλήματα παράλειψης. Εν συνεχεία, ωστόσο, όπως ήδη εκτέθηκε, διατείνεται ότι ο νόμος πρέπει να αναγνωσθεί υπό το πρίσμα των θέσεων της Αιτιολογικής Έκθεσης· έτσι, κατά τον ίδιο, δεν περιλαμβάνεται εδώ το αδίκημα του άρθρου 19 παρ. 5 Ν 2523/1997 (: παρότι γνήσιο έγκλημα παράλειψης). Στο σύνολό της η εν λόγω προσέγγιση διεκδικεί σοβαρά ερείσματα βασιμότητας, αφού ερμηνεύει συσταλτικά το γράμμα του νόμου.
Από την άλλη, θα ήταν ίσως ορθότερο να υποστηριχθεί πως δεν έχει σημασία τι δήλωσε ο νομοθέτης στην Αιτιολογική Έκθεση, αλλά τι ήθελε και, κυρίως, τι τελικά είπε. Στο πλαίσιο αυτό, όσον αφορά την επιδίωξη του νομοθέτη, τούτη προκύπτει από την ίδια την Αιτιολογική Έκθεση, δεν είναι δε άλλη από την εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας σε όλα τα αδικήματα του Ν 2523/1997 [βλ. απόσπασμα Αιτιολογικής Έκθεσης: «θεσπίζονται ως διαρκή και επομένως, ως συνεχή αυτόφωρα, τα αδικήματα (…)»]. Ταυτόχρονα ωστόσο, εφόσον η διατύπωση της διάταξης προσιδιάζει μόνο στα εγκλήματα παράλειψης, είναι ορθό να γίνει δεκτό πως στο κανονιστικό πεδίο της ρύθμισης του πρώτου εδαφίου της δέκατης παραγράφου του άρθρου 21 Ν 2523/1997 υπάγονται μόνο αυτά (βλ. έτσι και Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Οι επιλογές του Ν 3943/2011 για την οριοθέτηση του αξιοποίνου των φορολογικών αδικημάτων: Μια ατυχής προσπάθεια αυξημένης προστασίας απαιτήσεων του δημοσίου, ΠοινΔικ 2011, 1311). Για να το θέσουμε διαφορετικά, είναι αδιάφορο τι ήθελε ο νομοθέτης, αν δεν το είπε και, συγχρόνως, από τη βούλησή του (που δεν αποτυπώθηκε στο κείμενο του νόμου) παράγονται επαχθή για τον κατηγορούμενο αποτελέσματα [βλ. χαρακτηριστικά, Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, έκδ. β΄ (: 2007), σελ. 222-223, η οποία, με αφορμή αντίστοιχο, συναφές, ζήτημα του νόμου για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις, παρατηρεί ότι «τα προβλήματα αυτά είναι το τίμημα που πληρώνει κανείς όταν ο νομοθέτης δεν λέει αυτό που πράγματι εννοεί και αυτό που λέει δεν το έχει σκεφθεί επαρκώς. Η ατυχής ωστόσο διατύπωση του νόμου, τα άτοπα που αυτή δημιουργεί και η δυσκολία ανεύρεσης του δικαιολογητικού λόγου για τη θέσπιση της συγκεκριμένης διάταξης όσο μένουμε στη γραμματική ερμηνεία, καθιστούν, όπως είναι προφανές, καθοριστική τη σημασία της ιστορικοβουλητικής και λογικοσυστηματικής ερμηνείας, μέσω των οποίων, ως γνωστό, μπορεί να περιορίζεται το αξιόποινο που προκύπτει από το γράμμα του νόμου»]. Με αυτά τα δεδομένα, και το αδίκημα της μη έκδοσης φορολογικών στοιχείων, στο βαθμό που είναι γνήσιο παράλειψης, δεν εξαιρείται της ρύθμισης.
(ii) Έχοντας αποδεχθεί ότι η νεοπαγής ρύθμιση καταλαμβάνει και το αδίκημα της μη έκδοσης φορολογικών στοιχείων, τα ερωτήματα που επειγόντως διεκδικούν απάντηση είναι τα εξής: Είναι δογματικά συνεπής η ρύθμιση του πρώτου εδαφίου της δέκατης παραγράφου του άρθρου 21 Ν 2523/1997; Επίσης, είναι σύμφωνη με τις αρχές nullum crimen nulla poena sine lege και nullum crimen nulla poena sine lege certa, και, ως εκ τούτου, με το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντ.; Η απάντηση σε όλα τα ερωτήματα είναι αρνητική.
Ειδικότερα, όπως ορθά παρατηρείται (βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 1310), κοινό στοιχείο των περισσότερων απόψεων που υποστηρίζονται για τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού ενός εγκλήματος ως διαρκούς είναι το εξής: πρέπει από τη στιγμή της τυπικής του περάτωσης και μετά να μπορούμε να πούμε ότι κάθε επόμενη στιγμή η συμπεριφορά του δράστη πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση του ίδιου εγκλήματος (βλ. επίσης, αναλυτικά, Δημήτραινα Γ., ό.π., σελ. 293 επ.). Τούτο λ.χ. συμβαίνει αδιαμφισβήτητα στο αδίκημα της παράνομης κατακράτησης [βλ. παράδειγμα που χρησιμοποιεί η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, (ό.π.)]. Υπό αυτό το πρίσμα, αν επιχειρήσουμε να διακρίνουμε τι συμβαίνει στην περίπτωση του αδικήματος της μη έκδοσης φορολογικών στοιχείων (: άρθρο 19 παρ. 5 Ν 2523/1997), διαπιστώνουμε ότι αυτό περατώνεται τυπικά μόλις ολοκληρωθεί η συναλλαγή και δεν εκδοθεί το φορολογικό στοιχείο. Έκτοτε η συνέχιση της παράλειψης έκδοσης φορολογικού στοιχείου είναι αδιάφορη, αφού δεν μπορεί να επιφέρει εκ νέου απόκρυψη εισοδήματος. Σπεύδουμε εξάλλου να επισημάνουμε ότι δεν τιμωρείται η απόκρυψη, αλλά η μη έκδοση («ο υπόχρεος που δεν εκδίδει») του προβλεπόμενου από το ΠΔ 186/1992 (: Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων), φορολογικού στοιχείου.
Περαιτέρω, η ανάγνωση της διάταξης καθιστά σαφή την παρατήρηση ότι ο νομοθέτης έσπευσε να προσδιορίσει το χρόνο τέλεσης από το χρόνο παραγραφής, ενώ αναμενόμενο θα ήταν το αντίθετο (βλ. ανάλογη επισήμανση Γ. Δημήτραινα, ό.π., σελ. 297). Ανεξάρτητα ωστόσο από την εν λόγω δογματική-μεθοδολογική «αταξία», ερωτάται: Μπορούσε να ορισθεί ο χρόνος τέλεσης κατά τρόπο που δεν είναι συμβατός με την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος;
Για να απαντήσουμε, είναι αναγκαίο να διευκρινίσουμε ότι ο νομοθέτης καθιέρωσε με την «επίδικη» ρύθμιση, πλασματικά διαρκή [έτσι, η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι (ό.π., σελ. 1311)] ή ημι-διαρκή [έτσι, ο Γ. Δημήτραινας (ό.π., σελ. 297, 299)] εγκλήματα, χωρίς τούτη η πρόβλεψη να επαληθεύεται από τη νομοτυπική μορφή εκάστου εγκλήματος. Κατά τον τρόπο αυτό, εκτός του ότι προκάλεσε αποτέλεσμα αντίθετο στο άρθρο 17 ΠΚ, εισήγαγε αντικειμενική ποινική ευθύνη του δράστη σε χρόνο κατά τον οποίο πράξη του ή ποινικά αξιόλογη παράλειψή του δεν υπάρχει (βλ. Δημήτραινα Γ., ό.π, σελ. 299, Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 1312)! Πρόκειται για επισημάνσεις που προσδίδουν στη ρύθμιση αυτονόητα αντισυνταγματικό χαρακτήρα, λόγω πρόσκρουσης στο άρθρο 7 παρ. 1 [βλ. έτσι, Δημήτραινα Γ., ό.π. (: ο συγγραφέας κάνει λόγο και για πρόσκρουση στο άρθρο 2 παρ. 1 Συντ.), Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π.].
Επιπλέον, θεωρούμε ότι η ρύθμιση είναι αντισυνταγματική, διότι προσκρούει στα άρθρα 2 παρ. 1, 6 παρ. 1 και 25 του Συντ. (βλ. και Δημήτραινα Γ., ό.π., σχετικά με τη μη συμβατότητα με το άρθρο 2 παρ. 1 Συντ.· επίσης, Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 1312, σχετικά με τη μη συμβατότητα στο άρθρο 6 παρ. 1 Συντ.). Ειδικότερα, ο νομοθέτης εισήγαγε μία μη πειστική –δογματικά– ρύθμιση με αυτοσκοπό την εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας (βλ. Αιτιολογική Έκθεση). Έτσι, υποβάθμισε το γεγονός ότι η τελευταία προϋποθέτει πράγματι αυτόφωρο έγκλημα, στο οποίο η αποδεικτική πιθανότητα αγγίζει τη βεβαιότητα [για το χαρακτήρα αυτό του αυτόφωρου εγκλήματος, βλ., αντί άλλων, Μαργαρίτη Λ./Καλφέλη Γ., Ποινική Δικονομία, Ειδικές Διαδικασίες, τόμ. α΄, Αυτόφωρο έγκλημα και αυτόφωρη διαδικασία, Αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας και αποφάσεως, 1998, σελ. 47 επ., και ιδίως σελ. 65], στοιχείο που είναι λίαν αμφίβολο αν συντρέχει (ή συντρέχει πάντοτε) σε σύνθετα αδικήματα, όπως εκείνα του Ν 2523/1997. Είναι λοιπόν προφανές ότι η ρύθμιση αποσκοπούσε να επιτρέψει, ανεξαιρέτως, τη σύλληψη του υπαιτίου, την κράτησή του και την άμεση εκδίκαση της υπόθεσης, με σύντμηση της προδικασίας (: όσο βέβαια τούτη είναι νοητή μετά την τροποποίηση του ΚΠΔ από το Ν 3904/2010). Έτσι, όμως ανέδειξε ως «πανταχού παρούσα» μία διαδικασία, η οποία συνδέεται με σοβαρή αποστέρηση δικαιωμάτων του κατηγορουμένου (βλ. σχετικά, Κονταξή Θ., Αυτόφωρο: Δικαιικός Μεσαίωνας ή «βιομηχανία απονομής» δικαιοσύνης; ΠοινΔικ 2006, 221 επ.). Κατά τον τρόπο αυτό, είναι προφανές ότι ο εξαναγκαστικός χαρακτήρας της σύλληψης και της κράτησης του κατηγορουμένου, εμφανίσθηκε ως μέσο πίεσης για μη ομολογημένους σκοπούς (πιθανώς, τη διοικητική «διευθέτηση» της εκκρεμότητας). Με άλλα λόγια, ο κατηγορούμενος και η «προδικαστική» στέρηση της ελευθερίας του αναδείχθηκαν ως το δυσανάλογα επαχθές μέσο για σκοπό που αφίσταται του αναμενόμενου (για την προστατευτική για τα έννομα αγαθά, και την εξασφαλιστική-εγγυητική για τον κατηγορούμενο λειτουργία του ποινικού δικαίου, βλ. αντί άλλων, Μαγκάκη Γ.Α., σε ΣυστΕρμΠΚ, επιμέλεια Δ. Σπινέλλη, 2005, σελ. 12 επ.). Άλλωστε, είναι βέβαιο ότι η ταχεία διάγνωση της υπόθεσης θα μπορούσε πιθανώς να επιτευχθεί με αναλογικότερες ρυθμίσεις, όπως λ.χ. με πρόβλεψη «σύντομου» προσδιορισμού και εκδίκασης ενώπιον των δικαστηρίων, με τη συγκρότηση ειδικών ποινικών δικαστηρίων για αδικήματα του οικονομικού ποινικού δικαίου κ.λπ.
Πάντως, για την αποφυγή τυχόν παρερμηνείας, σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να επισημάνουμε το εξής: Αν πράγματι με βάση την ειδική υπόσταση του εγκλήματος, αυτό φέρει το χαρακτήρα του αυτοφώρου, τότε ουδείς δικαιούται να διαμαρτυρηθεί για τη σύλληψη του υπαιτίου και τη σε βάρος του εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας. Τα πράγματα αντίθετα δεν έχουν έτσι, όταν το αδίκημα, χωρίς να είναι, καθίσταται αυτόφωρο μέσω νομοθετικής πρωτοβουλίας που δεν επαληθεύεται από το κείμενο του νόμου.
Τέλος, η ανάγνωση της ρύθμισης του άρθρου 21 παρ. 10 εδ. α΄ Ν 2523/1997, δημιουργεί συνειρμούς που έχουν να κάνουν με την άνιση μεταχείριση των πολιτών (: άρθρο 4 παρ. 1 Συντ.· βλ. έτσι, και Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 1311). Ειδικότερα, τα ίδια εγκλήματα όταν τελούνται με ενέργεια αξιολογούνται από το νομοθέτη ως στιγμιαία, ενώ όταν τελούνται με παράλειψη ως διαρκή. Επίσης, τα τελούμενα με παράλειψη, σήμερα, μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν 3943/2011, αξιολογούνται ως διαρκή, ενώ, προηγουμένως αξιολογούνταν ως στιγμιαία!! Βεβαίως, ενδεχομένως, κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει πως η ανισότητα είναι δικαιολογημένη με δεδομένη τη μεταβολή του νόμου. Τούτο ωστόσο δεν είναι ακριβές. Ο νόμος, δηλαδή η ειδική υπόσταση των εγκλημάτων δεν μεταβλήθηκε. Εκείνο που μεταβλήθηκε ήταν η θέση του νομοθέτη ως προς τον διαρκή ή στιγμιαίο χαρακτήρα τους. Με αυτό το δεδομένο, όποιος τέλεσε το αδίκημα του άρθρου 19 παρ. 5 Ν 2523/1997 πριν την ισχύ του Ν 3943/2011 (: μέχρις τις 31.3.2011) τιμωρείται για το έγκλημα ως στιγμιαίο. Αντίστοιχα, αν κάποιος τέλεσε το ίδιο αδίκημα μετά την ισχύ του τελευταίου νόμου, τιμωρείται για το ίδιο έγκλημα ως διαρκές!!
Στην προκειμένη περίπτωση, στις 24.8.2012 κατατέθηκε ενώπιον της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, αίτηση δίωξης (: άρθρο 41 ΚΠΔ) του Η.Β. διότι σε ανεξακρίβωτες ημερομηνίες κατά τη διάρκεια των ετών 2011 και 2012, έχοντας την ιδιότητα του ιδιοκτήτη πρατηρίου υγρών καυσίμων στην επαρχιακή οδό … Θεσσαλονίκης, δεν εξέδωσε φορολογικά στοιχεία για την αγορά καυσίμων. Έτσι, ο «υπαίτιος» συνελήφθη, σε βάρος του ασκήθηκε ποινική δίωξη για παράβαση του άρθρου 19 παρ. 5 Ν 2523/1997, εισήχθη δε η υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης (: στο πλαίσιο της αυτόφωρης διαδικασίας). Αξιολογώντας ωστόσο το πραγματικό υλικό της δικογραφίας και, συγχρόνως, έχοντας κατά νου όσα δεχθήκαμε για την αντισυνταγματικότητα της διάταξης του άρθρου 21 παρ. 10 εδ. α΄ Ν 2523/1997, μπορούμε να σημειώσουμε τα εξής: Καταρχήν η ποινική δίωξη εκλαμβάνει ως αυτόφωρα αδικήματα που φέρονται ότι τελέσθηκαν «σε ανεξακρίβωτες ημερομηνίες κατά τη διάρκεια των ετών 2011 και 2012». Είναι λοιπόν προφανές ότι εισαγωγή της υπόθεσης στο πινάκιο των αυτοφώρων βασίζεται στην εκτίμηση ότι, οποτεδήποτε δεν εκδόθηκαν τα φορολογικά στοιχεία εντός των ετών 2011 και 2012, οι σχετικές πράξεις εξακολουθούν να τελούνται. Η προσέγγιση αυτή ωστόσο στηρίζεται σε αντισυνταγματική διάταξη. Επιπλέον, και αν ακόμη είμαστε πρόθυμοι να δεχθούμε τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 εδ. α΄ Ν 2523/1997 ως συνταγματική, δεν μπορούμε να μην υπογραμμίσουμε ότι: Πρώτον, ουδόλως αποκλείεται κάποια από τις επιμέρους πράξεις του ιστορικού ή και όλες να τελέσθηκαν πριν τις 31.3.2011, οπότε εισήχθη η νεοπαγής πρόβλεψη, η οποία αυτονόητα, κατ’ άρθρο 7 παρ. 1 εδ. β΄ Συντ., δεν μπορεί να εφαρμοσθεί σε προγενέστερο χρόνο. Δεύτερον, και αν ακόμη δεχθούμε ότι κάποιες επιμέρους πράξεις είναι αυτόφωρες, διότι τελέσθηκαν μετά την ισχύ του Ν 3943/2011 (: τούτο βέβαια μόνο ως υπόθεση αξιολογείται), δεν είναι απόλυτα ορθό να εισαχθεί στην αυτόφωρη διαδικασία στο σύνολό του το αδίκημα στη βάση του άρθρου 98 ΠΚ [βλ. Αδάμπα Β., σε Μαργαρίτη Λ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ' άρθρο, τόμ. β΄, έκδ. β΄ (: 2011), σελ. 867, Καλφέλη Γ./Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 59 επ., Καλφέλη Γ., Αυτόφωρο έγκλημα και αυτόφωρη διαδικασία, σελ. 56 επ., Κορφιάτη Ν., Ζητήματα κατ' εξακολούθησιν εγκλήματος απόπειρας και τετελεσμένης κλοπής, ΝοΒ 1986, 133, Μαργαρίτη Λ., Εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας, Υπερ 1995, 1031 επ., του ίδιου, Και πάλι το κατ' εξακολούθηση έγκλημα, Αρμ 1980, 434-435· αντίθετα, ωστόσο βλ. ΓνωμΕισΑΠ 6/1993 Υπερ 1994, 640, Κονταξή Αθ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, έκδ. δ΄ (: 2006), τόμ. α΄, σελ. 1527, Κρίππα Γ., Αυτόφωρη διαδικασία επί κατ' εξακολούθηση εγκλημάτων, Υπερ 1995, 436 επ.]. Τρίτον, και αν ακόμη αντιπαρέλθουμε όλα τα ανωτέρω, μία υπόθεση στην οποία τα αδικήματα τελέσθηκαν σε ανεξακρίβωτες ημερομηνίες (όπως εν προκειμένω), δεν μπορεί, υπό οποιαδήποτε εκδοχή να «στηρίξει» αυτόφωρη διαδικασία.
Για το σύνολο των ανωτέρω λόγων, προτείνει κατ’ άρθρο 424 εδ. β΄ ΚΠΔ, την παραπομπή της υπόθεσης στην τακτική διαδικασία.
Η απόφαση έχει ως εξής:
Επειδή δε το παρόν δικαστήριο την αυτή άποψη έχει με την προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση, στην οποία εν όλω παραπέμπει προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων, κρίνει ότι η υπό κρίση υπόθεση εσφαλμένα εισήχθη προκειμένου να δικασθεί κατά την αυτόφωρη διαδικασία, λόγω της πρόδηλης αντίθεσης της διάταξης του άρθρου 21 του Ν 2523/1997, όπως αυτό προστέθηκε με την παρ. 2 στοιχ. ιγ΄ άρθρου 3 του Ν 3943/2011, ΦΕΚ Α΄ 66/31.3.2011 η οποία ορίζει ότι «Στα αδικήματα του παρόντος νόμου, χρόνος τέλεσης είναι το χρονικό διάστημα από την ημέρα κατά την οποία για πρώτη φορά όφειλε να ενεργήσει ο υπαίτιος μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής», στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 7 παρ. 1 Συντ., μη συντρεχουσών εν προκειμένω των προϋποθέσεων εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 242 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ. Πρέπει, συνεπώς, μετά ταύτα να παραπέμψει την υπόθεση στον κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης για τις δικές του ενέργειες κατ’ άρθρο 424 εδ. 3 ΚΠΔ, αναφορικά με την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο κατά την τακτική διαδικασία, ως προσήκει.
Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει με παρόντα τον κατηγορούμενο Η.Β., κάτοικο Νέας Μηχανιώνας Θεσσαλονίκης επί της οδού …
Παραπέμπει τη δικογραφία στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης κατ’ άρθρο 424 ΚΠΔ καθότι θεωρεί ότι η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη δεν έχει αυτόφωρο χαρακτήρα και ειδικότερα του ότι: Στη Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης, σε ανεξακρίβωτες ημερομηνίες κατά τη διάρκεια των ετών 2011 και 2012, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενεργώντας με πρόθεση, αν και ήταν υπόχρεος σε έκδοση φορολογικών στοιχείων κατά τα οριζόμενα στον ΚΒΣ (ΠΔ 186/192) κατά την παροχή υπηρεσιών δεν προέβη στην έκδοσή τους, μολονότι, είχε ήδη προηγηθεί σχετική παροχή υπηρεσιών. Ειδικότερα, ως ιδιοκτήτης Πρατήριου Υγρών Καυσίμων στην επαρχιακή οδό Ν. Μηχανιώνας-Κερασιάς Θεσσαλονίκης, κατά την εκμετάλλευση του εν λόγω καταστήματος κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δεν ζήτησε – δεν έλαβε και κατ’ επέκταση δεν εξέδωσε φορολογικό στοιχείο αγοράς (τιμολόγιο αγοράς), για την αγορά 9.365 λίτρων πετρελαίου κίνησης, καθαρής αξίας 10.676,10 ευρώ, για την αγορά 40.036 λίτρων βενζίνης απλής αμόλυβδης 95 RON, καθαρής αξίας 52.046,80 ευρώ, για την αγορά 7.212 λίτρων πετρελαίου κίνησης, καθαρής αξίας 53.821,68 ευρώ, και για την αγορά 50.471 λίτρων βενζίνης απλής αμόλυβδης 95 RON, καθαρής αξίας 65.612,30 ευρώ, όπως είχε υποχρέωση, σε έκδοση φορολογικών στοιχείων, κατά παράβαση σχετικής υποχρέωσης από τον ΚΒΣ και την ΑΥΟ 1183/1990 και άρθρων 1 παρ. 1, 10 Ν 1809/1988.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: