Μειώσεις μισθών σε ΜΕΤΡΟ (αντισυντ. άρ. 1 παρ. 5 Ν. 3833/10).............


ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ 599/2012

Ειρηνοδίκης: ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΚΟΥΤΡΟΥΒΙΔΑ

Δικηγόροι: Ιορδάνης Προυσανίδης – Κωνσταντίνος Πηνιώτης.

(...) Αποδεικνύονται τα εξής :Οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από την εταιρεία «Αττικό Μετρό – Εταιρεία Λειτουργίας ΑΕ», καθολικός διάδοχος της οποίας είναι η εταιρεία με την επωνυμία «Σταθερές Συγκοινωνίες ΣΤΑΣΥ ΑΕ», με συμβάσεις, εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και εργάζονται με τις εξής ειδικότητες. (...) Οι όροι εργασίας και αμοιβής τους καθορίζονταν κάθε φορά με Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασία που υπέγραφε η συνδικαλιστική τους οργάνωση με την εναγόμενη, η δε τελευταία ΕΣΣΕ που υπογράφηκε μεταξύ τους είναι η από 2008-2009 την οποία η εναγόμενη εφάρμοσε πλήρως. Βάσει της παραπάνω ΕΣΣΕ οι ενάγοντες, τον μήνα Μάιο του έτους 2010 έλαβαν από την εναγόμενη ως αποδοχές τα εξής χρηματικά ποσά (...), ενώ τον μήνα Ιούνιο του ίδιου έτους η εναγομένη κατέβαλε ως αποδοχές σε κάθε ενάγοντα τα εξής ποσά (...). Η εναγόμενη συνομολογεί ότι προέβη στην ανωτέρω μείωση των αποδοχών τους, πλην όμως νόμιμα, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 5 του Ν. 3833/10 το οποίο ορίζει ότι |»οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία προβλεπόμενα των εργαζομένων χωρίς εξαίρεση, σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ) που ανήκουν στο Κράτος ή επιχορηγούνται τακτικά από τον Κρατικό Προϋπολογισμό ή είναι δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1,2 και 3 του άρθρου 1 του Ν. 3429/05 (ΦΕΚ 314Α), μειώνονται κατά ποσοστό επτά τοις εκατό (7%). Τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και άδειας μειώνονται κατά τριάντα τοις εκατό (30%) αντίστοιχα. Από τη μείωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής εξαιρούνται τα επιδόματα που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση ή την υπηρεσιακή εξέλιξη, καθώς και τα συνδεόμενα με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασία τους και τον μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών τους. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής, καθώς και της παραγράφου 4 κατισχύουν κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασία ή συμφωνίας». Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι αφενός μεν δεν υπάγονται στην ανωτέρω ρύθμιση εφόσον η εναγόμενη είναι θυγατρική της εταιρείας «ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΑΕ», η οποία έχει ρητά εξαιρεθεί από τον δημόσιο τομέα (άρθρο 2 του Ν. 3310/05) και δεν καταλαμβάνεται από τις διατάξεις των Ν. 3833/10 και 3845/10, αφετέρου δε και πέρα από την ανωτέρω εξαίρεση, οι διατάξεις των νόμων αυτών δεν είναι εφαρμοστέες ως αντικείμενες στα άρθρα 22 παρ. 2 και 28 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, το οποίο έχει κυρωθεί με νόμο και έχει υπερνομοθετική ισχύ, αφού θίγεται με αυτές η συλλογική αυτονομία των συνδικαλιστικών οργανώσεων να συμφωνούν στην κατάρτιση ΣΣΕ και προσβάλλονται κεκτημένα περιουσιακά δικαιώματα των πολιτών.

Ο πρώτος ισχυρισμός των εναγόντων περί μη υπαγωγής τους στις διατάξεις των ανωτέρω νόμων λόγω της εξαιρέσεως της εναγόμενης από τον δημόσιο τομέα ως συνέπεια παρόμοιας εξαίρεσης της μητρικής της εταιρείας ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος. Συγκεκριμένα, με τον Ν. 1955/91 «Ίδρυση Εταιρείας με την επωνυμία ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Ανώνυμος Εταιρεία και ρύθμιση συναφών θεμάτων» (ΦΕΚ α 112), ιδρύθηκε στην Αττική η ανώνυμη εταιρεία «ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΑΕ», με σκοπό την μελέτη, κατασκευή, οργάνωση, διοίκησης, λειτουργία, εκμετάλλευση και ανάπτυξη του δικτύου υπογείου σιδηρόδρομου (μετρό). Το σύνολο των μετοχών της εν λόγω εταιρείας ανήκει στο Δημόσιο, το οποίο διορίζει και την διοίκησή της ως ο μοναδικός μέτοχος. Στο άρθρ. 1 παρ. 2 του ως άνω νόμου ορίζεται ότι «η εταιρεία λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, δεν υπάγεται στην κατηγορία των οργανισμών και επιχειρήσεων του ευρύτερου δημοσίου τομέα και δεν εφαρμόζονται σ΄ αυτήν οι διατάξεις, που διέπουν εταιρείες που άμεσα ή έμμεσα ανήκουν στο Δημόσιο, πλην των ρητά οριζομένων στον παρόντα νόμο εξαιρέσεων». Στη συνέχεια με τον ν. 2669/98 «Οργάνωση και λειτουργία των Αστικών Συγκοινωνιών στην περιοχή Αθηνών – Πειραιώς και Περιχώρων» (ΦΕΚ Α 283) και συγκεκριμένα με το άρθρο 7 παρ. 2 του νόμου αυτού, ορίστηκε ότι «εντός τριών (3) μηνών από την έγκριση του σχεδίου λειτουργίας, η Εταιρεία ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΑΕ ιδρύει θυγατρική εταιρεία, με σκοπό τη λειτουργία και εκμετάλλευση των υπό κατασκευή γραμμών 2 και 3 της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΑΕ και κάθε επέκτασής τους, καθώς και των εγκαταστάσεων, οχημάτων και των εν γένει υλικών και μέσων». Με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν. 2867/00 (ΦΕΚ Α 273), η προθεσμία ίδρυσης της εταιρείας παρατάθηκε μέχρι την 31.12.2000. Σε εκτέλεση των παραπάνω διατάξεων ιδρύθηκε η εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΑΕ» (ΑΜΕΛ ΑΕ) η οποία είναι κατά 100% θυγατρική της εταιρείας ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΑΕ και η διοίκηση της διορίζεται από το Δημόσιο, το οποίο αποτελεί και τον μοναδικό της μέτοχο.

Όπως προαναφέρθηκε, με τον Ν. 1955/91 η εταιρεία ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ, μητρική της εναγόμενης ΑΜΕΛ ΑΕ (νυν ΣΤΑΣΥ) εξαιρέθηκε από τον δημόσιο τομέα, εξαίρεση όμως που δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι επεκτάθηκε αυτοδίκαια και στην ανωτέρω θυγατρική της ΑΜΕΛ ΑΕ, όπως ισχυρίζονται οι εναγόντες επικαλούμενοι την υπ΄αριθμ. 34/06 ατομική γνωμοδότηση του ΝΣΚ σύμφωνα με την οποία η εξαίρεση ωρισμένης εταιρείας από το δημόσιο επεκτείνεται αυτόματα και στις θυγατρικές της, καθώς και στις θυγατρικές που θα συστήσει μελλοντικά, αφού οι θυγατρικές εταιρείες διαθέτουν ίδια και διακριτή, σε σχέση με την μητρική εταιρεία, νομική προσωπικότητα, αποτελούν δηλαδή αυτοτελή νομικά πρόσωπα και η σύνδεση τους με την μητρική εταιρεία περιορίζεται στην χρηματοοικονομική συμμετοχή της τελευταίας και στον εκ μέρους της διορισμό των διοικήσεων των θυγατρικών. Οσοδήποτε στενή σχέση και αν έχουν, ως συνδεδεμένες επιχειρήσεις, η σχέση αυτή πάντως έγκειται αποκλειστικά στην πραγματική (οικονομική και διοικητική) επιρροή της μητρικής επί των θυγατρικών και δεν εκτελείται και στην νομική εξάρτησή τους, με την έννοια της εξάρτησης από τη νομική μορφή και το νομικό καθεστώς της μητρικής. Αποτελεί, άλλωστε κοινό τόπο ότι οι θυγατρικές μιας εταιρείας δεν υπάγονται απαραιτήτως στο ίδιο νομικό καθεστώς όπως και η μητρική, αλλά οι εφαρμοστέοι κανόνες καθορίζονται εκάστοτε ανάλογα με το αντικείμενο δραστηριοποίησης, τη νομική μορφή, το μέγεθος και άλλα κριτήρια που κατά περίπτωση θέτει η νομοθεσία (βλ. την από 5.10.2010 προσαγόμενη σχετική γνωμοδότηση των καθηγητών της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ Ιωάννη Κουκιάδη και Κώστα Χρυσόγονου). Κατά συνέπεια, προκειμένου οι θυγατρικές μιας εταιρείας να εξαιρεθούν από τον δημόσιο τομέα, πρέπει αυτό να προβλεφθεί ρητά με ειδική διάταξη νόμου (του ιδρυτικού τους ή άλλου).

Στην προκειμένη περίπτωση η εξαίρεση της ΑΜΕΛ ΑΕ δεν προβλέφθηκε με καμία διάταξη νόμου, ούτε του ιδρυτικού της (Ν. 2669/98 άρθρ .7), αλλά ούτε και οποιουδήποτε άλλου ή έστω με κανονιστική πράξη εκδοθείσα κατ΄ εξουσιοδότηση νόμου και συνεπώς δεν μπορεί να συναχθεί βούληση του νομοθέτη για εξαίρεση της ΜΑΕΛ ΑΕ από τον δημόσιο τομέα. Αν ο νομοθέτης επιθυμούσε τέτοια εξαίρεση θα το όριζε ρητά, όπως έπραξε για την επίσης θυγατρική της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΑΕ, την εταιρεία ΤΡΑΜ ΑΕ, ο ιδρυτικός νόμος της οποίας (Ν. 2669/97 άρθρ. 7Α όπως προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3β του Ν. 2867/009) ρητά προέβλεψε, κατά παραπομπή στις οικείες διατάξεις για την μητρική εταιρεία, την εξαίρεσης της από τον δημόσιο τομέα. Ειδικότερα στην παρ. 1 του άρθρου 7Α του Ν. 2669/98 προβλέφθηκε ότι η θυγατρική εταιρεία που η ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΑΕ θα συστήσει για την κατασκευή και διαχείριση του δικτύου αστικών τροχιοδρόμων (τραμ), θα διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 και 3 του Ν. 1955/91, με τις οποίες η εταιρεία εξαιρείται από την κατηγορία των επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Αντιθέτως, το άρθρο 7 του Ν. 2669/98, δυνάμει του οποίου ιδρύθηκε η ΑΜΕΛ ΑΕ, επίσης θυγατρική της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΑΕ, δεν παραπέμπει σε διατάξεις του Ν. 1955/91. Στην προαναφερόμενη γνωμοδότηση επισημαίνεται ότι η διαφοροποίηση μεταξύ των δύο θυγατρικών εταιρειών της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΑΕ, είναι απολύτως εύλογη, ενόψει του διαφορετικού τους αντικειμένου καθώς κύριο αντικείμενο τόσο της μητρικής ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ όσο και της θυγατρικής ΤΡΑΜ ΑΕ, είναι η κατασκευή και επέκταση ενός έργου(του μετρό και του τραμ αντίστοιχα) με μοναδικές για τα ελληνικά δεδομένα κατασκευαστικές, τεχνικές και χρηματοοικονομικές απαιτήσεις, η επιτυχής εκτέλεση του οποίου προϋποθέτει την αποδέσμευση από τις διατάξεις περί δημόσιου τομέα, ενώ αντικείμενο της ΑΜΕΛ ΑΕ είναι η λειτουργία και η εκμετάλλευση των γραμμών του μετρό μετά την αποπεράτωση τους, για τις οποίες δεν συντρέχουν οι όλως εξαιρετικώς απαιτήσεις που συνδέονται με το κατασκευαστικό σκέλος, δεδομένου ότι υφίσταται μακρόχρονη εμπειρία στη διαχείριση αντίστοιχων μέσων σταθερής τροχιάς από δημόσιες επιχειρήσεις (ΗΣΑΠ ΑΕ για τους αστικούς ηλεκτρικούς σιδηροδρόμους και ΟΣΕ, ήδη ΤΡΑΙΝΟΣΕ ΑΕ και ΠΡΟΑΣΤΙΑΚΟΣ ΑΕ για τους εθνικούς σιδηρόδρομους) και επομένως δεν συνέτρεχαν για την ΑΜΕΛ ΑΕ λόγοι εξαίρεσης της από τον δημόσιο τομέα. Πέραν αυτών, από το άρθρο 7 παρ. 3 του Ν. 2669/98, στο οποίο προβλέπεται η δυνατότητα συγχώνευσης με προεδρικό διάταγμα, της ΑΜΕΛ ΑΕ με την εταιρεία του δημοσίου ΗΣΑΠ ΑΕ, προκύπτει η βούληση του νομοθέτη να συγχωνευθούν οι ως άνω εταιρείες ως υπαγόμενες και οι δύο στον δημόσιο τομέα.

Οι ενάγοντες επικαλούνται το καταστατικό της ΑΜΕΛ ΑΕ, το οποίο έχει περιβληθεί τον τύπο συμβολαιογραφικού εγγράφου (...) και στο οποίο ορίζεται ότι η εταιρεία «δεν υπάγεται στην κατηγορία των οργανισμών και επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και δεν εφαρμόζονται σε αυτή οι διατάξεις που διέπουν εταιρείες που άμεσα ή έμμεσα ανήκουν στο Δημόσιο, πλην των ρητά οριζόμενων στο παρόν καταστατικό» (άρθρο 1). Όμως το εν λόγω καταστατικό ουδέποτε κατέστη περιεχόμενο νόμου (αντίθετα με το καταστατικό της μητρικής ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΑΕ, το οποίο αποτέλεσε το άρθρ. 2 του Ν. 1955/91 και συνεπώς έχει ισχύ νόμου), αλλά τέθηκε με κοινή συμβολαιογραφική πράξη σύμφωνα με τον νόμο περί ανωνύμων εταιρειών. Το καταστατικό της ΑΜΕΛ ΑΕ, έχοντας ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, έπρεπε να μην αντίκειται στον νόμο. Δεδομένου ότι ουδέποτε προβλέφθηκε με νόμο η εξαίρεση της ΑΜΕΛ από το δημόσιο, οι παραπάνω καταστατικές διατάξεις είναι άκυρες και πρέπει να θεωρούνται ως μη γεγραμμένες (βλ. ίδια ως άνω από 5.10.2010 γνωμοδότηση των Καθηγητών της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ Ι. Κουκιάδη και Κ. Χρυσόγονου).

Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω μη νόμιμος και συνεπώς απορριπτέος κρίνεται ο ισχυρισμός των εναγόντων των περί εξαιρέσεως της εναγόμενης ΑΜΕΛ ΑΕ (νυν ΣΤΑΣΥ) από τον δημόσιο τομέα και την εφαρμογή των διατάξεων των Ν. 3833/10 και 3845/10.

Περαιτέρω, στο άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι «με νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας, που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με τους κανόνες που θέτει η διαιτησία» ενώ στο άρθρο 28 παρ. 1 εδ. α΄ ορίζεται ότι «οι γενικά παραδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου». Το άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος περιορίζει την παντοδυναμία του νομοθέτη αναφορικά με τη συλλογική αυτονομία, και η συλλογική διαπραγμάτευση αναγνωρίζεται ως ο κύριος ρυθμιστικός παράγοντας των εργασιακών σχέσεων με συνέπεια κανένας όρος συλλογικής σύμβασης εργασίας να μην μπορεί να τροποποιηθεί ή να καταργηθεί με τυπικό νόμο. Επιπλέον στο άρθρο 23 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι το Κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών με αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου.

Τα ανωτέρω ενισχύονται τόσο από τις διατάξεις του άρθρου 8 της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας (9152/78), οι οποίες επιτάσσουν τον διακανονισμό των όρων απασχόλησης στη δημόσια διοίκηση με διαπραγματεύσεις ή διαδικασία περιβαλλόμενη από εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, όσο και του άρθρου 5 της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας 154/81, το οποίο απαιτεί να λαμβάνονται συμβατά με τις εθνικές συνθήκες μέτρα για την προώθηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης. Επίσης τα άρθρα 6 και 12 του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης (18.10.1961 [που κατοχυρώθηκε με το Ν. 1426/84 (ΦΕΚ Α 42)], κατοχυρώνουν το ίδιο δικαίωμα, ενώ το άρθρο 7 του Διεθνούς Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα α(19.12.1966), το οποίο κυρώθηκε με τον Ν. 1532/85 (ΦΕΚ Α 45), αναγνωρίζει «το δικαίωμα κάθε προσώπου να απολαμβάνει δίκαιους και ευνοϊκούς όρους εργασίας, οι οποίοι να εξασφαλίζουν ειδικότερα αμοιβή, που παρέχει σε όλους τους εργαζομένους, σαν ελάχιστο όριο: ένα μισθό δίκαιο και αμοιβή ίση με την αξία της εργασίας χωρίς καμμία διάκριση».

Στην ειδική διάταξη όμως του άρθρου 106 παρ. 1 εδαφ. α΄του Συντάγματος, ορίζεται ότι για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος, το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας. Δυνάμει της διατάξεως αυτής, ο νομοθέτης μπορεί να επιβάλει έκτακτα μέτρα οικονομικής φύσεως για την προστασία της Εθνικής Οικονομίας, όπως και να περιορίσει την συλλογική αυτονομία που καθιερώνεται με το άρθρ. 22 παρ. 2, για όσο χρονικό διάστημα διαρκούν ιδιαίτεροι λόγοι κοινωνικού συμφέροντος. Η ανωτέρω διάταξη συνάδει με τις διατάξεις της ΕΣΔΑ που ορίζουν ότι η απόσβεση του περιουσιακού δικαιώματος του μισθού δημοσίου υπαλλήλου ή λειτουργού επιτρέπεται μόνο για δημόσια ωφέλεια.

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η επέμβαση στη συλλογική αυτονομία, πρέπει να συνιστά μέτρο όλως εξαιρετικό και να μην υπερβαίνει μία εύλογη χρονική περίοδο, να συνοδεύεται δε από επαρκείς εγγυήσεις για την προστασία του επιπέδου ζωής των εργαζομένων, τηρουμένης, σε κάθε περίπτωση, της αρχής της αναλογικότητας ή οποία αποτελεί συνταγματικό περιορισμό των νομοθετικών περιορισμών των συνταγματικών θεμελιωδών δικαιωμάτων, επιτάσσοντας ότι μεταξύ του νόμιμου σκοπού που επιδιώκει ένας περιορισμός του δικαιώματος και του συγκεκριμένου περιορισμού πρέπει να υπάρχει εύλογη σχέση (Σ. Ματθίας, ΕλΔνη 2006.2). Η εφαρμογή της αρχής αυτής θεμελιώνεται αφενός στο εσωτερικό μας δίκαιο και συγκεκριμένα στο άρθρ. 25 παρ. 1δ του Συντάγματος και αφετέρου στις διατάξεις της ΕΣΔΑ για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που έχει κυρωθεί από τη χώρα μας με τον Ν. 53/79 και δυνάμει του προαναφερθέντος άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος έχει υπερνομοθετική ισχύ. Έτσι, σε περίπτωση μείωσης αποδοχών και επιδομάτων, πρέπει να εξετάζεται η αναλογικότητα του μέτρου προς τον επιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος και να τηρείται η προϋπόθεση ότι τα μέτρα δεν επιφέρουν δυσανάλογη προσβολή, εν όψει του επιδιωκόμενου σκοπού, σε συνταγματικά δικαιώματα και αγαθά, σε καμμία περίπτωση δε δεν δικαιολογείται να καταλύονται θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος (όπως οι προεκτεθείσες 22 παρ. 2 και 23 παρ. 1).

Περαιτέρω, για την αντιμετώπιση του ισχυρότατου κλονισμού της δημοσιονομικής ισορροπίας του Ελληνικού Κράτους και του διαπιστωμένου και ιδιαιτέρα αυξημένου δημοσίου χρέους, ψηφίστηκαν, μεταξύ άλλων οι επικαλούμενοι από τους ενάγοντες Ν. 3833/10 «Προστασία της Εθνικής Οικονομίας – Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» (ΦΕΚ Α 40) και Ν. 3845/10 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα Κράτη – Μέλη της Ζώνης του Ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (ΦΕΚ Α 65). Οι νόμοι αυτοί εισάγουν μία σειρά μεταρρυθμίσεων της ελληνικής νομοθεσίας, οι οποίες αποτελούν προϋπόθεση για την εκταμίευση ποσού 110 δις ευρώ, ποσό το οποίο κρίθηκε αναγκαίο για την αντιμετώπιση του εξαιρετικά υψηλού δημοσίου ελλείμματος και κυρίως την αποφυγή της χρεωκοπίας της χώρας. (...).

Από τα ανωτέρω γίνεται σαφές ότι τα μέτρα που προβλέπονται με τις ως άνω διατάξεις, περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, μειώσεις αποδοχών και επιδομάτων καθώς και περιορισμούς στα εργασιακά και κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα, με συνέπεια τον κλονισμό επιπέδου κατοχύρωσης των εν λόγω δικαιωμάτων. Στις εισηγητικές εκθέσεις των παραπάνω νόμων, εκτίθεται μία σειρά λόγων που δικαιολογούν την θέσπιση των ληφθέντων με τις διατάξεις τους μέτρων: μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής για την αντιμετώπιση της οξείας δημοσιονομικής κρίσης, αποτροπή του κινδύνου πτώχευσης της χώρας, εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών κατά τρόπο βιώσιμο και διατηρήσιμο, υποστηρίζεται δε στις εν λόγω εισηγητικές εκθέσεις, ότι τα μέτρα αυτά ήταν επιβεβλημένα για την ενεργοποίηση του Ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης της οικονομίας και αποτελούν αντικείμενο διεθνών δεσμεύσεων που ανέλαβε η χώρα και υποχρέωσή της που απορρέει από την ιδιότητα της ως μέλους της Ε.Ε. και της ΟΝΕ. Από τις ίδιες αιτιολογικές εκθέσεις προκύπτει ότι οι περικοπές αποδοχών και επιδομάτων που έχουν ορισθεί με τους ανωτέρω νόμους (ιδίως τον Ν. 3833/10) έχουν ως βάση την δημοσιονομική κατάσταση της χώρας και την δανειακή της αφερεγγυότητα και δεν έχουν ληφθεί επί της ουσίας για το γενικό δημόσιο ή εθνικό συμφέρον. Ειδικότερα για τα μέτρα που αφορούν τις παρεμβάσεις στην εργατική νομοθεσία, στην σχετική εισηγητική έκθεση επισημαίνεται ότι οι αλλαγές αυτές κρίνονται αναγκαίες προκειμένου να σταλεί το μήνυμα ότι η Χώρα έχει λάβει την απόφαση να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της, να προσελκύσει επενδύσεις και έτσι να προωθήσει την απασχόληση και την αναπτυξιακή της προοπτική προς όφελος των αδύνατων πολιτών. Στους λόγους όμως του γενικότερου συμφέροντος δεν εντάσσεται η αποστολή μηνύματος προς τους εταίρους ότι η Χώρα επιθυμεί να γίνει πιο αναγνωστική, ενώ δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι η ικανοποίηση ή μη κοινωνικών δικαιωμάτων, επειδή τα δικαιώματα αυτά συνάπτονται σε μεγάλο βαθμό με παροχές, με την οργάνωση υπηρεσιών και θεσμών που αποβλέπουν στην κάλυψή τους, συναρτάται άμεσα με τους διαθέσιμους πόρους, με τον βαθμό οικονομικής ανάπτυξης μιας δεδομένης κοινωνίας (Μνημόνιο και Κοινωνικά Δικαιώματα Εισηγ. Β. Ανδρουλάκης, πάρεδρος ΣτΕ). Με βάση τα προεκτεθέντα, η αιτιολογία της αναγκαιότητας για τη λήψη των επίδικων μέρων που αφορούν τις μειώσεις των αποδοχών και επιδομάτων των εργαζομένων που προβλέπονται από τις ανωτέρω διατάξεις, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, είναι προφανώς ελλιπής, λαμβανομένου υπόψιν ότι τα μέτρα αυτά καταργούν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, τις συλλογικές συμβάσεις εργασία και ουσιαστικά την συνδικαλιστική ελευθερία και συλλογική αυτονομία, είναι δε αντίθετα με τις Διεθνείς Συμβάσεις, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, που έχει συνάψει η Ελλάδα και που δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος έχουν αποκτήσει υπερνομοθετική ισχύ.

Όπως ανωτέρω επισημάνθηκε, το άρθρο 106 παρ. 1 εδαφ. α΄ του Συντάγματος ορίζει ότι ο νομοθέτης μπορεί, χάριν του εθνικού συμφέροντος, να περιορίσει την συλλογική αυτονομία που καθιερώνεται με το άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος, για περιορισμένο και εύλογο χρονικό διάστημα και πάντα με την προϋπόθεση της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, η εφαρμογή της οποίας θεμελιώνεται στο άρθρο 25 παρ. 1 εδαφ. δ΄ του Συντάγματος και τις διατάξεις της ΕΣΔΑ (Ν. 53/79) που κατισχύουν κάθε άλλου κοινού νόμου. Όμως οι ένδικες διατάξεις, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι έχουν τεθεί χάριν του εθνικού συμφέροντος, πέραν του ότι δεν είναι συμβατές με τις διεθνείς συμβάσεις που η Ελλάδα έχει υπογράψει στο πλαίσιο της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, όπως προαναφέρθηκαν, επιφέρουν δυσμενείς για τους εργαζόμενους τροποποιήσεις χωρίς να εγγυώνται ότι ο περιορισμός των συλλογικών διαπραγματεύσεων έχει περιορισμένο χρονικό ορίζοντα ώστε να είναι συνταγματικά ανεκτή η επέμβαση στη συλλογική αυτονομία, με αποτέλεσμα να καταλύονται στην πραγματικότητα οι επίμαχες συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 2 και 23 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ. ως άνω εισηγ. Β. Ανδρουλάκη). Κατά συνέπεια, με τα επίδικα μέτρα παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, καθώς, εκτός από την παραπάνω ανεπίτρεπτη μονιμότητα του χαρακτήρα τους, δεν βρίσκονται σε αντιστοιχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ούτε συνοδεύονται με αντισταθμιστικά μέτρα (μείωση τιμών, άμεσων και έμμεσων φόρων κ.λπ.) και εγγυήσεις για την προστασία ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού της χώρας. Αντίθετα, όπως είναι γνωστό, επιβάλλονται στους πολίτες ταυτόχρονα με μία σειρά ιδιαιτέρα σκληρών φοροεισπρακτικών μέτρων που προβλέπουν μείωση ή κατάργηση αφορολογήτων ορίων και τα οποία πλήττουν τις πλέον ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες, την προστασία των οποίων έπρεπε να εγγυώνται και να διαφυλάττουν.

Επιπρόσθετα, είναι προφανές ότι η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 5 του Ν. 3833/10 συμφωνά με την οποία καθοσιώνεται μείωση των αποδοχών των εργαζομένων που υπάγονται στη ρύθμιση του εν λόγω άρθρου, κατά γενικευμένο ποσοστό 7%, καθώς και των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας κατά επίσης γενικό ποσοστό 30% αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο οι Έλληνες οπλίτες συνεισφέρουν στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Η μείωση των αποδοχών και των ως άνω επιδομάτων κατά το ίδιο γενικό ποσοστό, που καταλαμβάνει τόσο τους υψηλόμισθους όσο και τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους, αντίκειται στην ανωτέρω διάταξη και οδηγεί τους μεν υψηλόμισθους στο να εξακολουθούν να διατηρούν ένα ικανοποιητικό και αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, ενώ τους χαμηλόμισθους, οι οποίοι αποτελούν ένα ιδιαιτέρα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, το οποίο στο όνομα του γενικού συμφέροντος έπρεπε να προστατεύεται, τους οδηγούν στην κοινωνική και οικονομική εξαθλίωση, αφού εκμηδενίζουν στην ουσία τις αποδοχές τους και τους αναγκάζουν, κατά παράβαση της ως άνω διάταξης, να συνεισφέρουν τα δημόσια βάρη κατά φανερή αναντιστοιχία με τις δυνάμεις τους, ενισχύοντας δε την άποψη ότι η αιτιολογία της λήψης των οριζομένων με τις ένδικες διατάξεις μέτρων που εδράζεται το δημόσιο συμφέρον, είναι προβληματική και ελλιπής. Παράλληλα δε με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, παραβιάζεται και το άρθρο 7 του Διεθνούς Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα (19.12.1966), το οποίο κυρώθηκε με τον Ν. 1532/85 (ΦΕΚ Α 45) και αναγνωρίζει το δικαίωμα για δίκαιους και ευνοϊκούς όρους εργασίας που εξασφαλίζουν δίκαιο μισθό, αφού οι καταβαλλόμενες, μετά τις επίμαχες μειώσεις, αποδοχές, δεν αναλογούν πλέον στην αξία της παρεχόμενης εργασίας.
Για όλους τους ανωτέρω λόγους, ο ισχυρισμός των εναγόντων περί μη εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 5 του Ν. 3833/10 (βάσει της οποίας η εναγόμενη μείωσε τις αποδοχές τους) ως αντισυνταγματικής, πρέπει να γίνει δεκτός, και η υπό κρίση αγωγή, η οποία είναι νόμιμη (πλην του ισχυρισμού των εναγόντων περί εξαιρέσεως της εναγόμενης από τον δημόσιο τομέα), στηριζόμενη στις διατάξεις που προαναφέρθηκαν και αυτές των άρθρων 361, 648 επ., 341, 345, 436 ΑΚ, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει δεκτή ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει σε κάθε έναν από τους ενάγοντες τα ποσά τα οποία αναλογούν στην διαφορά που προκύπτει από την μείωση των αποδοχών τους τον μήνα Ιούνιο του έτους 2010 σε σχέση με αυτές που λάμβαναν τον Μάιο του ίδιου έτους, κατά τον οποίο η εναγόμενη εφάρμοζε την ισχύουσα ΕΣΣΕ των ετών 2008-2009 (...) και όλα τα ανωτέρω ποσά με τον νόμιμο τόκο από την 1.7.2010. Ως προς το αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που επιβάλλουν την προσωρινή εκτελεστότητα της παρούσας, ούτε ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα προκαλέσει σημαντική ζημία στους ενάγοντες, δεδομένου ότι και οι ίδιοι δεν επικαλούνται παρόμοιους λόγους και για τον λόγο αυτό δεν κάνει δεκτό το σχετικό αίτημα. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων κατά το άρθρο 179 ΚΠολΔ, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας που παρουσιάζει η ερμηνεία των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν

Δεν υπάρχουν σχόλια: